-
1 κατισχύω
A overpower, prevail over, τινα Men.Epit.74, Aristeas 21, LXX 2 Ch.8.3, al.;ὅταν ἡ τῆς πείρας ἀκρίβεια -ισχύῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα D.S.1.39
: also c. gen., LXX Je.15.18, Alex.Aphr.in Top.248.19; [ τῆς ἐκκλησίας] Ev.Matt.l.c.;τινὸς σοφίᾳ Ael.NA5.19
; Ἄρης κ. τῆς Σελήνης Vett. Val.104.10; γενναίας φύσεως Chor.in Rev.Phil.1.57:—[voice] Pass., to be worsted,ὑπ' ἔρωτος D.S.1.71
;τῇ μάχῃ Id.17.45
.2 abs., have the upper hand, prevail, LXX Ex.17.11, al.; κ. τῷ πλήθει to be superior in.., Plb.11.13.3;κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν Ev.Luc.23.23
.b to be prevalent,ὁρμαὶ καὶ ζῆλοι παρά τισι κ. Plb.3.4.6
;κατισχυούσης τῆς θερμότητος Thphr. CP6.11.7
;κατίσχυκεν ἡ φήμη παρὰ τοῖς πλείστοις Antig.Mir. 152
.III trans., strengthen, encourage, c. acc., LXX De.1.38, al.; τὰς χεῖράς τινων ib.1 Es.7.15;οὐδετέραν τῶν στάσεων D.H.6.65
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατισχύω
-
2 πηγή
A running water, used by Hom. always in pl., streams,πηγαὶ ποταμῶν Il.20.9
, cf. Hdt.1.189, A.Pr.89, 434(lyr.), Pers. 311, E.HF 1297, Rh. 827 (lyr.);κρουνὼ δ' ἵκανον καλλιρρόω, ἔνθα δὲ πηγαὶ δοιαὶ ἀναΐσσουσι Il.22.147
: sg., καλλιρρόου ἔψαυσα π. A.Pers. 202, cf. 613.2 metaph., of tears, πηγαὶ κλαυμάτων, δακρύων, streams.., Id.Ag. 888, S.Ant. 803, Tr. 852 (lyr.): abs., (lyr.), cf. E.Alc. 1068, etc. ; also πηγαὶ γάλακτος, βοτρύων, S.El. 895, E.Cyc. 496 (lyr.); πόντου πηγαῖς with sea- water, Id.IT 1039 ; πηγαὶ τροφῆς τῷ γεννωμένῳ, of mother's milk, Pl.Mx. 237e;π. μαστῶν Inscr.Cos 218.8
.II fount, source,τοῦ Νείλου Hdt.2.28
, 4.53 (pl.), OGI168.9 (Syene, ii B. C.), Str.17.1.52 (pl.); πηγαὶ ἡλίου the fount of light, i. e. the South, A.Pr. 809 ; πηγαὶ νυκτός the North, S.Fr. 956 ;παγὰ ἐπέων Pi.P.4.299
; πυρὸς παγαί ib.1.22, cf. A.Pr. 110, Pl.Ti. 79d ; πηγὴ ἀργύρου, of the silver-mines at Laureion, A.Pers. 238 ; τῆς ἀκουούσης π. δι' ὤτων, i.e. the sense of hearing, S.OT 1387 ; ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς καὶ π. Arist.PA 668a15, cf. Plu.2.856e.2 metaph., source, origin, mostly in sg., κακῶν π. A.Pers. 743 ; αἱ τέχναι, ἃς πηγάςφασι τῶν καλῶν εἶναι X.Cyr.7.2.13
;π. καὶ ἀρχὴ κινήσεως Pl.Phdr. 245c
; π. ἡδονῶν, τοῦ φρονεῖν, νοσημάτων, etc., Id.Phlb. 62d, Lg. 808d, Ti. 85b, etc. ;ἀρχαὶ καὶ π. τῶν στάσεων Arist.Pol. 1301b5
, cf. Pl.Lg. 690d ;π. τῆς κακοπραγμοσύνης Plb.18.40.3
; βέβηκα π. εἰς ἐμάς I have returned to the source of my existence, Epigr.Gr. 463 ([place name] Crommyon), cf. Dam.Pr. 95,al. -
3 συμβαίνω
A- βήσομαι Hdt.2.3
, etc.: [tense] pf. - βέβηκα, [ per.] 3pl. , [dialect] Ion. inf.- βεβάναι Hdt.3.146
: [tense] pf. inf. [voice] Pass.- βεβάσθαι Th. 8.98
: [tense] aor. 2 συνέβην (v. infr.): [tense] aor. 1 subj. [voice] Pass.ξυμβᾰθῇ Id.4.30
:— stand with the feet together, Hp.Off.3;διαβαίνοντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες X.Eq.1.14
;συμβεβηκὼς τὼ πόδε Poll.3.91
; συμβᾶσα τὼ πόδε, opp. περιβάδην, Ach.Tat.1.1; Παλλάδιον τοῖς ποσὶ συμβεβηκός a statue with closed feet, as in early Greek art, Apollod.3.12.3.2 σ. κακοῖς to be joined to them, i.e. increase them, E.Hel.37.3 meet,σὺν δ' ἔβη ἐν Φιλότητι Emp.21.8
;τὸν συμβαίνοντά σοι Eup.136
(dub.);σ. αὐτοὶ αὑτοῖς X.HG1.2.17
; ξυμβέβηκε δ' οὐδαμοῦ has never come in my way, has had naught to do with me, E.Hel. 1007.II most freq. metaph., come to an agreement, come to terms, E.Ph.71, etc.; ἐπ' ἐλάττονι ς. agree on (i.e. to accept) less, POxy. 237 viii 11 (ii A.D.): c. dat., Th.3.52, 4.128, etc.; πρὸς ἀλλήλους ib.61, etc.: with neut. Adj.,ἐὰν ξυμβῶ τί σοι Ar.Ra. 175
;ἤν τι ξυμβαίνωσι Th.2.5
; ξ. τὰ πλείω, οὐδέν, Id.4.117, 5.36;τἆλλα τοῖς Λακεδαιμονίοις Id.8.98
: c. inf.,συνέβησαν ἐς τὠυτὸ.., τὸν δὲ βασιλεύειν Hdt.1.13
;ξ. ὑπήκοοι εἶναι Th.1.117
; ξ. ἤν τις ἁλίσκηται,.. δοῦλον εἶναι ib. 103;ξ. τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι σφᾶς αὐτούς Id.2.4
;ξ. πρὸς Νικίαν.. ἐπιτρέψαι Id.4.54
; alsoσυνέβησαν.. ὥστε τριηκοσίους μαχέσασθαι Hdt.1.82
; σ. εἰς τὸ μέσον agree to a compromise, Pl.Prt. 337e; λόγοις ς., of a verbal agreement, E.Med. 737, Andr. 233: generally, make friends with, ἐκ πολέμου ξ. Ar.V. 867;ἀπὸ τοῦ ἴσου Th.4.19
;ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις E.Ph. 590
(troch.): in [tense] pf. συμβεβάναι and [voice] Pass., of the agreement, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι that everything had been settled, or that they had settled everything, Hdt.3.146;ἐπὶ τούτοις ξυμβεβάσθαι Th.8.98
; .2 agree with, be on good terms with,οὐ.. Ἀθηναίοισι συνέβαιν' Αἰσχύλος Ar.Ra. 807
; σ. ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων hold with one and other of them, D.H.2.62.3 of things, tally, correspond with,ὁ χρόνος ἐδόκεε τῇ ἡλικίῃ συμβαίνειν Hdt.1.116
;ἐθέλων εἰδέναι εἰ [οἱ ἐκείνων λόγοι] συμβήσονται τοῖσι λόγοισι τοῖσι ἐν Μέμφι Id.2.3
;ξυμβαίνει ταῦτα τοῖς πρὸ τοῦ Lys.8.9
;εἰς ταὐτὸ σ. τοῖς ἐμοῖς στίβοις A.Ch. 210
: abs., ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε ib. 580; χρησμοί τε συμβαίνουσι are in harmony therewith, Ar.Eq. 220, cf. S. Tr. 1164; αὐτὸ σ. εἰς ταύτην εἶναι πέμπτην five days later exactly tallies, D.19.60; τοῦτο σ. οὐ πλέον ἢ εἰς δώδεκα comes to no more than 12, X.HG6.4.12;αἱ πεντακόσιαι μάλιστά πως συνέβαινον δραχμαί Aristid.Or.50(26).94
; τὸ φαρμακεύεσθαι τῷ καθαίρεσθαι εἰς ταὐτὸν ς. comes to the same thing as.., Gal.15.901; of ashlar-work, fit or range exactly, M.Ant.5.8.4 fall to one's lot, c. dat. pers.,μοι σ. ἆται E.IT 148
(lyr.), etc.;ἡδοναί τινι Isoc.15.222
;τριηραρχία μοι D. 47.49
;ἀτυχία Id.57.65
;εὐεργεσιῶν συμβαίνειν καιρόν Id.20.121
.III of events, come to pass, fall out, happen,συμβαίνει δ' οὐ τὰ μέν, τὰ δ' οὔ A.Pers. 802
; τῶνδε ναμέρτεια ς. S.Tr. 173;ἐὰν μὴ θεία τις σ. τύχη Pl.R. 592a
;αἱ ἀεὶ συμβαίνουσαι τύχαι Id.Criti. 120e
; εἰ καιρὸς ς. X.Eq.Mag.2.5;χρηστόν τι σ. παρὰ θεῶν D.1.11
;τοὐναντίον συμβαίνειν πέφυκε Gal.15.460
: c. dat., ib.67, 16.724: also euphem., ἄν τι ξυμβῇ if anything happen (i.e. any evil), D.21.112, cf. Riv.Fil.60.59 (ii B.C.): generally, occur, be found, exist,ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἡμετέρᾳ φωνῇ σ. τὸ ὄνομα Pl.Cra. 398b
, cf. A.D.Pron.29.15: but,b mostly impers., sts. c. dat. et inf.,αὐτῷ Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι συνέβη Hdt.6.103
, cf. 3.50, Th.1.1;συμβαίνει τῷ πλοίῳ ἀργεῖν PCair.Zen.650.2
(iii B.C.), cf. PMich.Zen.21.3, al. (iii B.C.): sts. c. acc. et inf.,συνέβη Γέλωνα νικᾶν Hdt.7.166
, cf. Th.8.25;συμβαίνει διὰ παντὸς ἡμᾶς περιφόβους εἶναι PCair.Zen.160.6
, cf. 132.5 (iii B.C.), PEnteux.6.2, al. (iii B.C.), Gal.15.476;σ. τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ εἶναι Arist.Metaph. 1017a11
; folld. by ὥστε, S.Tr. 1152, Th.4.79, Arist.Pol. 1261a34: c. part., σ. ὄν, γιγνόμενον, λεγόμενον, Pl. Sph. 244d, Phlb. 42d, Cra. 412a.c τὸ συμβεβηκός chance event, contingency, Id.Prm. 128c;τὰ συμβαίνοντα X.Cyr.1.6.43
;τὰ συμβάντα Id.An.3.1.13
;ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος ὁ τόπος εἴληφε τὴν προσηγορίαν Plb.10.28.7
: hence κατὰ συμβεβηκός by accident, contingently (v. infr. iv. 1); τοῦ συμβαίνοντός ἐστι it depends upon accident, easily happens, Is.4.13.2 joined with Adverbs or Adiectives, turn out in a certain way,ὀρθῶς σφι ἡ φήμη συνέβαινε ἐλθοῦσα Hdt. 9.101
; κακῶς, καλῶς συμβῆναι, X.Mem.1.2.63, Cyr.5.4.14, E.IT 1055;τὰ μητρὸς.. ἔχθιστα συμβέβηκεν S.El. 262
; ταῦτα.. λαμπρὰ ς. Id.Tr. 1174;ξυμβεβᾶσιν οἱ λόγοι.. ἀληθεῖς E.Hel. 622
;ἄπιστ' ἀληθῆ πολλὰ σ. βροτοῖς Id.Fr. 396
;σ. μέγιστον κακὸν ἡ ἀδικία Pl.Grg. 479c
, cf. Alc. 1.130c, Cra.398e;δοκεῖ τὸ μαντεῖον τοὐναντίον ξυμβῆναι ἢ.. Th.2.17
;τοιούτου τούτου συμβάντος Id.1.74
; συμβαίνει καὶ σοὶ (sc. ἄριστον) Pl. Lg. 903d: abs., turn out well,ἢν ξυμβῇ ἡ πεῖρα Th.3.3
;εἴ μοι σ. τοῦτο Pl.Lg. 744a
.3 of consequences, come out, result, follow, ; ; τὰ συμβάντα, opp. ἡ προαίρεσις, D.18.192;δηλοῦται ἐκ τοῦ συμβάντος Gal.16.583
;ἐὰν μὴ ὅτι τάχος ἀποσταλῇ τὰ ὑποζύγια, συμβήσεται τὰ μελίσσεια ἀπολέσθαι PCair.Zen. 467.8
, cf. 481.2, al. (iii B.C.).b of logical conclusions, result, follow, freq. in Pl. and Arist., Pl.Grg. 459b, etc.;σ. ἐκ τῶν κειμένων Arist.Top. 156b38
, al., cf. D.25.73: impers., it follows, c. inf., Pl.Tht. 170c, Phd. 74a, Arist.EN 1152b25, al.; alsoσ. μήτε κουφότητ' ἔχειν μήτε βάρος, ἔπειθ' ὅτι ἀδύνατον κινηθῆναι Arist.Cael. 270a5
: also pers., συμβαίνει εἶναι or γίγνεσθαι turns out to be, i.e. consequently or inevitably is or happens, κάθαρσις εἶναι τοῦτο ς. Pl.Phd. 67c, cf. 80b, Cra. 396a, Phlb. 55a, 64e, Prm. 134b, R. 438e;ὅσα συμβαίνει γίγνεσθαι κακὰ καὶ ὅσα συμβήσεται Id.Plt. 301e
: hence συμβεβηκός (v. infr. iv. 2).IV in Philos., τὸ συμβεβηκός has two senses:1 a contingent attribute or ' accident' (in the modern sense), Arist. APo. 73b4, Top. 102b4, al.; κατὰ συμβεβηκός ' accidentally', opp. καθ' αὑτό, Id.Ph. 192b22, cf. Metaph. 1052a18, Thphr.Sens.22; opp. ἁπλῶς, Arist.APo. 71b10, al.; opp. φύσει, Id.de An. 406a14; opp. κυρίως, πρώτως, Gal.15.629, cf. 16.575, al.; opp. ἄντικρυς, Id.18(2).180.2 an attribute necessarily resulting from the notion of a thing, but not entering into the definition thereof,οἷον τῷ τριγώνῳ τὸ δύο ὀρθὰς ἔχειν Arist.Metaph. 1025a31
; distd. by the addition of καθ' αὑτό, Id.APo. 83b19, al.; in Epicurus, essential attribute, property, opp. σύμπτωμα 'accident', τὰ τούτων συμπτώματα ἢ ς. Ep.1p.6U., cf. Nat.4 G., al.;σ. ἀνθρώπου τὸ θνητὸν εἶναι Phld.Sign.3
, al.; in the Stoics, consequence, opp. αἴτιον, Zeno Stoic.1.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβαίνω
-
4 ανακινεω
1) подбрасывать, качать(μετέωρόν τινα Her.)
2) возбуждать, подзадоривать(θηρία Plat.; τὸν λῆρόν τινι Plut.)
3) возобновлять, растравлять(νόσον Soph.)
4) вновь разжигать, начинать(πόλεμον Plut.)
5) пробуждать, оживлять(ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plut.; δόξαι ἀνακεκίνηνται Plat.)
-
5 υπολειμμα
- ατος τό остаток(τῆς τροφῆς Arst.)
ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plut. — остатки (разгромленных) политических группировок -
6 μέθοδος
A following after, pursuit,νύμφης μέθοδον ποιεῖσθαι Anon.
ap. Suid. s.v. ζεῦγος ἡμιονικόν (EM409.35):—hence,II pursuit of knowledge, investigation, Pl.Sph. 218d, 235c, al.; μ. ποιεῖσθαι to pursue one's inquiry, ib. 243d;ἐν τῇ πρώτῃ μ. Arist.Pol. 1289a26
: hence, treatise, Dam.Pr. 451.2 mode of prosecuting such inquiry, method, system, Pl.Phdr. 270c, Arist.EN 1129a6, Pol. 1252a18, etc.;ἡ διαλεκτικὴ μ. Pl.R. 533c
, Arist.Rh. 1358a4; joined with τέχνη, Id.EN 1094a1, cf. Phld.Rh.1.32 S.; μ. ἔχειν to have a plan or system, Arist.Top. 101a29;ἡ περὶ τὸν πίνακα μ. Plu.Rom.12
.4 'methodic' medicine,ἰητὴρ μεθόδου.. προστάτα Epigr.Gr.306
([place name] Smyrna), cf. Julian. ap.Gal.18(1).256.5 Rhet., means, τῆς εὑρέσεως, τοῦ κατορθοῦν, τοῦ ἀνεπαχθῶς ἑαυτὸν ἐπαινεῖν, Hermog.Meth.2,22,25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέθοδος
-
7 μυθάρχοι
μῡθ-άρχοι· οἱ προεστῶτες τῶν στάσεων, Hsch.; cf.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυθάρχοι
-
8 προσκοινωνέω
A to be partaker, τινος of a thing, share in it, Pl.Sph. 252a;τῶν δρωμένων D.C.66.12
; στάσεών τινι with one, Pl.Lg. 757d; τινι SIG364.27 (Ephesus, iii B.C.).II give one a share of..,π. σφίσι τῶν παρόντων D.C.37.56
; π. τούτῳ ἀπὸ τῶν ὑμετέρων χρημάτων D 34.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκοινωνέω
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Τισιανός, Βετσέλιο — (Tiziano, Πιέβε ντι Καντόρε περίπου το 1487 – Βενετία 1576). Ιταλός ζωγράφος. Αν και γύρω στο 1508 09 ο Τ. εργαζόταν στο Εργαστήριο των Γερμανών στη Βενετία μαζί με τον Τζορτζιόνε, ο πίνακας της Αμβέρσας με τον Επίσκοπο Γιάκοπο Πέζαρο που… … Dictionary of Greek
ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… … Dictionary of Greek
Λύτρας, Nικηφόρος — (Πύργος Τήνου 1832 – Αθήνα 1904). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ελληνικής τέχνης του 19ου αι. Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Τιρς, ο οποίος αναγνώρισε το ταλέντο του και τον προσέλαβε,… … Dictionary of Greek
συνάφεια — Η ελκτική δύναμη που ασκείται από τα μόρια δύο επιφανειών που εφάπτονται. Τα μόρια των δύο επιφανειακών στρωμάτων έλκονται μόνο αν βρίσκονται σε αμοιβαία απόσταση της τάξης των μοριακών αποστάσεων, δηλαδή περίπου 1 / 100.000.000 του εκ. Μια τόσο… … Dictionary of Greek
Ευαγόρας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Νηλέα από τη Χλωρίδα. Τον σκότωσε ο Ηρακλής στην κατάληψη της Πύλου. Από τους δώδεκα Νηλειδείς δεν σώθηκε παρά μόνο ο Νέστωρ. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου (435; – 374 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
κατισχύω — (AM κατισχύω) καταβάλλω κάποιον με τη δύναμη μου, επικρατώ, υπερισχύω («ὅταν... ἠ τῆς πείρας ἀκρίβεια κατίσχύσῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα», Διόδ.) μσν. 1. κατορθώνω, καταφέρνω 2. έχω την απαιτούμενη δύναμη να κάνω κάτι αρχ. 1. φθάνω στην πλήρη… … Dictionary of Greek
συμβαίνω — ΝΜΑ [βαίνω] 1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν. γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.) 2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνει γίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α.… … Dictionary of Greek
Ζαχαρίτσας — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Αθήνα. 1. Νικόλαος. Πρόκριτος. Πρωτοστάτησε στην εξέγερση της Αθήνας. Συγκρότησε αξιόμαχο στρατιωτικό σώμα από Αθηναίους και αλβανόφωνους χωρικούς, στο οποίο τέθηκε επικεφαλής ο μεγαλύτερος αδελφός… … Dictionary of Greek
μύθαρχοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ προεστῶτες τῶν στάσεων». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος «στάση, επανάσταση» + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. μυθιήτης] … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek